ξενοδουλευτής

ξενοδουλευτής
ο работающий на другого; наёмный рабочий, служащий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξενοδουλευτής" в других словарях:

  • ξενοδουλευτής — ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω] 1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες 2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα …   Dictionary of Greek

  • ξενοδουλευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που δουλεύει σε ξένες δουλειές, αλλ. μεροκαματιάρης: Κάνει την ξενοδουλεύτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»